- νευρολογικός
- η , ό[ν] мед. неврологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νευρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurologic < νευρολογία + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλιβούρση] … Dictionary of Greek
νευρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρολογία: Νευρολογική κλινική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)